Luxman M-10X Power Amplifier (Τελικός Ενισχυτής - Δοκιμή Stereophile 2022)

Luxman M-10X Power Amplifier (Τελικός Ενισχυτής - Δοκιμή Stereophile 2022)

Luxman M-10X Power Amplifier [απόδοση στα Ελληνικά]

(Τελικός Ενισχυτής - Δοκιμή Stereophile 2022) του John Atkinson 

Καθώς άρχισα να γράφω αυτή την κριτική, ακούστηκε η είδηση ότι η Sound United, η εταιρεία κατόχος των brands Boston Acoustics, Bowers & Wilkins, Classé, Definitive Technology, Denon, Marantz και Polk, θα αγοραστεί από μια εταιρεία που παράγει ιατρικά όργανα. Τέτοιες συγχωνεύσεις δεν αποτελούν κάτι το καινούριο στην αγορά του high-fidelity home audio. Η κινεζική και βρετανική International Audio Group (IAG) ήταν μία από τα πρώτα σχήματα όπου απέκτησαν εμβληματικά Audio brands. Η IAG κατέχει πλέον τους οίκους Audiolab, Castle, Quad, Leak, Mission και Wharfedale. Το 2009, αγόρασαν και την Luxman.

Η πιο πρόσφατη συνεύρεση & ακρόαση μου με ενισχυτή της Luxman ήταν κατά το τέλος του 2010. Είχα ακούσει τους solid-state τελικούς monoblocks B-1000F της θρυλικής ιαπωνικής εταιρείας, που γιόρταζε την 80ή επέτειό της, να οδηγούν τα ηχεία της Vivid μοντέλο G1 Giya στο σύστημα του κ. Wes Phillips. Οδήγησα τους ενισχυτές έως το σπίτι μου για να τους μετρήσω στα τεχνικά χαρακτηριστικά τους. Ακούγοντας λοιπόν μερικές από τις υψηλής ανάλυσης ηχογραφήσεις με πιάνο σε ζωντανές εκτελέσεις, εντυπωσιάστηκα από την ρεαλιστική δυναμική που έδιναν στην αριστερή οκτάβα του οργάνου αυτά τα μεγάλα monoblocks. Στις μεσαίες και υψηλές συχνότητες τα πάντα ακούγονταν αβίαστα και ρεαλιστικά.

Όταν ο αντιπρόσωπος της Luxman America πρότεινε να κάνω κριτική στον νέο στερεοφωνικό τελικό high-end ενισχυτή M-10X της Luxman, αρχικά αρνήθηκα, διότι τα μόνα ηχεία που είχα στη διάθεσή μου ήταν τα KEF LS50 και τα GoldenEar BRX! Και τα δύο αυτά ηχεία προσφέρουν εξαιρετική & ακριβέστατη στερεοφωνική εικόνα, αλλά δεν αναπαράγουν τις χαμηλές συχνότητες που εκτείνονται πολύ κάτω από τα 50Hz στον χώρο μου. Ωστόσο, η Luxman δεν εναντιώθηκε στην έλλειψη χαμηλών στο σύστημα δοκιμής μου και αποφάσισα να αναλάβω την κριτική.

Ο τρανζιστοράτος τελικός ενισχυτής Luxman M-10X στην τιμή των 20.000 €, διαθέτει, πάνω από όλα, πολυτελή εμφάνιση και μοιάζει με τον ενισχυτή Luxman μοντέλο L-509X που είχε κριτικάρει ο κ.Ken Micallef τον Μάιο του 2018. Ωστόσο, ζυγίζει σχεδόν διπλάσια! Η μπροστινή πλευρά διαθέτει δύο μεγάλα, φωτιζόμενα αναλογικά VU ισχύος. Αυτά τοποθετούνται στα δεξιά, έτσι ώστε όταν ο ενισχυτής χρησιμοποιείται σε λειτουργία γεφυρωμένου καναλιού (ως δύναται και η λειτουργεία σε κατάσταση monoblock), το αναλογικό VU που θα λειτουργεί είναι αυτό στο κέντρο . Το κουμπί λειτουργίας (αναμονής/ενεργοποίησης) βρίσκεται στο κάτω αριστερό μέρος της μπροστινής πλευράς, με ένα επίσης μικρότερο πλήκτρο στα δεξιά που επιλέγει ανάμεσα στις εισόδους Line (rca) και Balanced Line. Ένα δεύτερο πλήκτρο απενεργοποιεί τον φωτισμό των μετρητών. Δύο σειρές από αεραγωγούς που καλύπτονται από πλέγματα βρίσκονται ξεκινούν από την μπροστινή προς την πίσω πλευρά, στα πλαϊνά του γυαλισμένου αλουμινένιου σασί, λειτουργώντας ιδανικά για τα εσωτερικά θέματα ψύξης.

Η πίσω πλευρά του τελικού ενισχυτή της Luxman "κυριαρχείται" από δύο ζεύγη εξαιρετικών ακροδεκτών ως προς τις εξόδους των ηχείων. Ζεύγη επίσης RCA και XLR-Balanced εισόδων καταλαμβάνουν τον γειτωνικό χώρο μεταξύ τους. Η υποδοχή AC ισχύος IEC ασφάλειας 15A βρίσκεται κάτω από τις εισόδους αυτές. Το μικρό κουμπί δίπλα στην είσοδο τροφοδοσίας λειτουργεί ως ο κύριος διακόπτης τροφοδοσίας. Η υποδοχή AC δεν έχει σύνδεση γείωσης, αλλά υπάρχει μια υποδοχή γείωσης που μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε περίπτωση θορύβου - αν και ακόμα και χωρίς γείωση του σασί (!), ο ενισχυτής ήταν πολύ ήσυχος στο σύστημά μου. Ένας διακόπτης πιο πάνω και αριστερά επιλέγει την επιλογή στερεοφωνικής ή γεφυρωμένης μονοκαναλικής λειτουργίας, ενώ ένας άλλος επιτρέπει την αντιστροφή της πολικότητας της ισορροπημένης (XLR-Balanced) εισόδου. (βρήκα στις μετρήσεις μου ότι οι ισορροπημένες εισόδοι αντιστρέφουν την πολικότητα με αυτό τον διακόπτη ρυθμισμένο στη θέση Κανονική, επίσης κάτι το περίεργο όταν ο προενισχυτής μας δεν αναστρέφει την φάση.)

Ο M-10X προδιαγράφεται να παρέχει συνεχή ισχύ έως και 150W ανά κανάλι σε 8 ohms και 300W ανά κανάλι σε 4 ohms (και τα δύο ισοδύναμα με 21.76dBW), τα πρώτα 12W σε καθαρή κλάση-Α. Ως γεφυρωμένος mono εφόσον επιλέξουμε (και ...αγοράσουμε δύο τελικούς!), ο Luxman θα παραδίδει 600W σε 8 ohms (27.8dBW) στο κάθε ηχείο μας. Η μέγιστη στιγμιαία ισχύς λέγεται από την Luxman ότι είναι 1.2kW ανά κανάλι σε 1 ohm σε λειτουργία στερεοφωνικής, 2.4kW σε 2 ohms σε γεφυρωμένη μονοκαναλική λειτουργία.

Η έξοδος κάθε καναλιού χρησιμοποιεί οκτώ ζεύγη συνδεδεμένων με Darlington τρανζίστορ. Το τροφοδοτικό διαθέτει διόδους Σοτζκί της Kyocera με χαμηλές απώλειες, έναν μετασχηματιστή ισχύος τύπου EI flat-wire εξαιρετικής ποιότητας χαλκού και 80.000µF χωρητικότητα πυκνωτών. Η ροή ρεύματος παρέχεται στους εξόδους των καναλιών με σωματώδεις χάλκινες μπάρες, ενώ άλλες επίσης χάλκινες συνδέουν τις εξόδους των ηχείων μέσω ενός υψηλής ποιότητας ρελέ. Αυτό το ρελέ διαθέτει τέσσερα στοιχεία που συνδέονται παράλληλα για να μειώσουν την αντίσταση. Τα 'rails' λοιπόν ως λέμε, τροφοδοσίας, για το στάδιο οδήγησης χρησιμοποιούν ρυθμιστικά τσιπ και επιλεγμένα δίοδα Ζένερ, τα οποία κατασκευάζονται από τη Vishay στις Ηνωμένες Πολιτείες. Οι 0.1mm λεπτές διαδρομές στις κυκλωματικές πλακέτες είναι επιχρυσωμένες.

Η παλαιότερη έκδοση εξόδου του L-509X χρησιμοποιούσε μια εφαρμογή του συστήματος Luxman Only Distortion Negative Feedback (ODNF). Πρωτοχρησιμοποιήθηκε το 1999 και αναφέρεται ότι εφαρμόζει αρνητική ανάδραση μόνο στα σημεία που εμφανίζεται παραμόρφωση ανιχνεύσιμη στις εξόδους των ηχείων, με σκοπό να ελαχιστοποιήσει τα επί συνόλου προβληματικά χαρακτηριστικά της αρνητικής ανάδρασης. (Χρησιμοποιημένη ανεξαιρέτως, η αρνητική ανάδραση μειώνει το επίπεδο των δευτέρων και τρίτων αρμονικών, αλλά αυξάνει τα επίπεδα των υψηλής τάξης αρμονικών που είναι βλαβερά στην αντίληψη της φυσικότητας του ήχου.)

Σύμφωνα με το σχεδιασμό του νέου μοντέλου M-10X, ο Luxman τώρα χρησιμοποιεί το σύστημα Luxman Integrated Feedback Engine System (LIFES1.0) αντί για το ODNF που προαναφέρω. Το LIFES1.0 αναπτύχθηκε χρησιμοποιώντας λογισμικό προσομοίωσης κυκλωμάτων για να πειραματιστεί με εναλλακτικές διατάξεις και μεμονωμένα εξαρτήματα κυκλωμάτων πριν η ομάδα σχεδιασμού δεσμευτεί σε ένα πραγματικό πρώτο κύκλωμα-σχέδιο. Αυτό χρησιμοποιείται για την ανίχνευση των παραμορφώσεων που παράγονται από το στάδιο εξόδου. Το LIFES1.0 υποστηρίζεται ότι παρέχει την ποιότητα ήχου ενός σχεδιασμού χωρίς ανάδραση !

Για να αντιμετωπίσει τις θερμικές διακυμάνσεις που εμφανίζονται, ο M-10X χρησιμοποιεί αυτό που η Luxman αποκαλεί "ένα νέο σχήμα υψηλής ακρίβειας αντιστατικών στοιχείων αντίστασης στο κύκλωμα σταθερού ρεύματος."

Ισχύς κατά την ακρόαση

Για να είναι πιο εύκολο να το τοποθετήσω στο σύστημά μου, έβαλα το M-10X και τα monoblocks της Parasound με τα οποία πρόκειται να το συγκρίνω σε ροδέλες. Όπως συμβαίνει πάντα όταν κριτικάρω έναν ενισχυτή ή ψηφιακό προϊόν, δεν έκανα καμία κρίσιμη ακρόαση για δυο εβδομάδες μετά την εγκατάσταση του M-10X στο σύστημά μου, απλά το χρησιμοποίησα για την καθημερινή μου δόση μου από μουσική. Αυτή η διαδικασία εξασφαλίζει ότι το προϊόν είναι πλήρως διαμορφωμένο και μου επιτρέπει να προσαρμοστώ στην παρουσίασή του.  Ως πηγή κάλεσα τον διακομιστή Roon Nucleus+ μου που έστελνε δεδομένα μέσω του δικτύου μου σε έναν DAC επεξεργαστή D/A της Γερμανικής MBL μοντέλο N31, ο οποίος συνδέθηκε με το Luxman μέσω ισορροπημένων (XLR) εξόδων/εισόδων με καλωδίωση την ΑudioQuest Wild Blue. Ελέγχοντας την ένταση, αποφάσισα ότι εδώ θα πράττω με την εφαρμογή Roon και το volume control αυτής.

Καθώς δοκίμαζα τον M-10X, κατά τις πρώτες δύο εβδομάδες, βρήκα δύσκολο να ανισχεύσω ένα αναγνωρίσιμο χαρακτήρα που επιβάλλονταν στη μουσική από τον ενισχυτή. Σε όλα τα είδη μουσικής, οι μεσαίες ήταν καθαρός, χωρίς παραποίησεις και πάνω από όλα λεπτομερείς. Τα υψηλά ήταν επίσης καθαρά, χωρίς (ανεπιθύμητη) έμφαση στον ήχο των τυμπάνων. Οι χαμηλές συχνότητες ήταν αρθρωτές, και - πρέπει να επιστρέψω σε αυτήν τη λέξη - καθαρές! Με τα μικρά ηχεία που χρησιμοποιούσα, δεν ήμουν ιδιαίτερα ενήμερος ότι, τελικά, έχανα πολλά από τα βαθιά χαμηλά μπάσα.

Το double bass του Brian Bromberg στο "The Saga of Harrison Crabfeathers," από το άλμπουμ Wood (16/44.1 FLAC, Tidal/A440 Music Group), για παράδειγμα, ακούγονταν ταυτόχρονα αρθρωτό και δυναμικό με τον Luxman, όπως και το ελαφρύτερο σε όγκο του Christian McBride στο ντουέτο του με τον Sting "Consider Me Gone," από το άλμπουμ Conversations with Christian (24/96 FLAC, Qobuz/Mack Avenue). Τα φωνητικά του Sting πέρασαν με ιδιαίτερα καλή αίσθηση παρουσίας. Όταν δεν ακούω "κριτικά", όταν γράφω ή διαβάζω, αφήνω τη λειτουργία Radio του Roon να είναι ο DJ μου και το απόγευμα ακούω το Night Tracks στο διαδίκτυο του BBC Radio 3. Με τον τελικό M-10X παρέχοντας ισχύ, η προσοχή μου προσελκύεται συνεχώς στη μουσική ουσία.

Κατά τη διάρκεια ακρόασης της τελευταίας βραδιάς με τον Luxman να οδηγεί τα ηχεία GoldenEar, έπρεπε να σηκωθώ από το γραφείο μου, όπου απαντούσα σε emails, για να καθίσω στην πολυθρόνα ακρόασης. Το κομμάτι που αναπαράγονταν ήταν ένα εξαιρετικό που ηχογραφήθηκε αποκλειστικά με overdubbed φωνές. Το website του BBC Radio 3 με ενημέρωσε ότι πρόκειται για το "Balloon Tree" από το άλμπουμ Blink Blink του Ben See (BandCamp), και ακόμα και με το 128kbps stream του Radio 3, η παρουσίαση του Luxman ήταν επιβλητική. Αμέσως αναζήτησα μια έκδοση υψηλότερης ανάλυσης και τη βρήκα σε 16/44.1 FLAC στο Tidal. Οι συγχρονισμένες αναπνοές στην αρχή του τραγουδιού ακούγονταν αίσθητες και οι καταταγμένες γραμμές των φωνών παρουσιάζονταν πολύ πίσω από τις κοντινές μικροφωνημένες κύριες φωνές.

Το Roon Radio ακολούθησε το "Balloon Tree" με το "Murmuration" από το Voices (Pt.1 & 2) του Max Richter (24/48 MQA, Tidal/Decca Classics), ερμηνευμένο από την κοινοβιακή χορωδία Tenebrae. Μια γυναίκα αναγγέλλει τη λίστα με τα δικαιώματα που πρέπει να αναμένονται από όλους τους ανθρώπους, η φωνή της υποστηρίζεται και περιβάλλεται από μια αργή ακολουθία ακορντιών που συνδυάζει έγχορδα όργανα και συνθεσάιζερ. Η παρουσίαση του Luxman ήταν τόσο επιβλητική και τόσο πλούσια σε λεπτομέρειες που κάθισα και άκουσα ολόκληρο το άλμπουμ διάρκειας 103 λεπτών!

Συγκρινόμενος με το Parasound Halo JC 1+ Στην κριτική του, ο Wes Phillips συγκρίνει τα B-1000Fs με την αρχική έκδοση του μονομπλόκ Parasound Halo JC 1. Ίσως δεν είναι σύμπτωση ότι μέχρι την άφιξη του Luxman M-10X χρησιμοποιούσα την τρέχουσα έκδοση, τον Halo JC 1+, το οποίο δοκιμάζω τον Μάιο του 2020, και κοστίζει 16.990 (δολάρια) το ζευγάρι. Για την πρώτη σύγκριση, αναπαρήγαγα το 24/192 Needle Drop του "Rocky Mountain Way" του Joe Walsh που είχα κάνει από ένα 12" 45rpm single (ABC ABE 12002) ψηφιακό αρχείο. Ακόμα και με τα ηχεία της KEF, αντικαθιστώντας το Luxman με τα Parasounds διαπίστωνα ένα επιπλέον όγκο στα χαμηλά, ενώ παράλληλα το σύστημα διατηρούσε τον καθαρό μεσαίο και υψηλό τόνο του ιαπωνικού ενισχυτή. Λαμβάνοντας υπόψη ότι συγκρίνω αυτόν τον στερεοφωνικό ενισχυτή με ένα ζευγάρι πολύ ισχυρών μονομπλόκ, αυτό είναι πιθανόν αναμενόμενο (αν και σημειώνω ότι η χωρητικότητα τροφοδοσίας του M-10X, που ανέρχεται σε 80.000µF, είναι σχεδόν διπλάσια από τα συνδυασμένα 44.800µF των Halos!).

 

Η τελική μου σύγκριση ήταν με τα ηχεία της GoldenEar, χρησιμοποιώντας την ορχηστρική εκδοχή του Appalachian Spring του Copland, την οποία είχα μάλιστα καταγράψει ζωντανά στο Santa Fe Chamber Music Festival το 1995. Αυτή ήταν η πρώτη ηχογράφηση που έκανα με το σύστημα μικροφώνων που έγινε το κύριο μου εργαλείο για ζωντανές καταγραφές: ένα κεντρικό ζεύγος καρδιοειδών μικροφώνων ORTF που πλαισιώνονταν από δύο περιστρεφόμενα, με τις εξόδους των δύο ζευγών χρονομετρημένες στο μίξ. Τα καρδιοειδή μικρόφωνα προσφέρουν μια σταθερή, ακριβή στερεοφωνική εικόνα, με τα ομνικά να προσθέτουν χαμηλής συχνότητας "ανθούς". Από την αρχή μέχρι το χαρούμενο "Simple Gifts" στην μελωδία, ο Luxman και τα Parasounds παρήγαγαν και τα δύο την καθαρή, σταθερή εικόνα της ορχήστρας στην αίθουσα St. Francis του Santa Fe που είχα εργαστεί και έγραφα ήχο. Και οι δύο ενισχυτές τοποθέτησαν σωστά τα πνευστά και το πιάνο πίσω από τα έγχορδα, ενώ περιστασιακός βήχας από το κοινό τοποθετήθηκε πίσω στην ακουστική σκηνή σωστά, τόσο και με τα Luxman και με τα Parasounds. Η παρουσίαση των μπάσων ήταν εξίσου αρθρωτή. Δύσκολο τελικά να επιλέξω το ένα μοντέλο ενισχυτή "πάνω" από το άλλο.

Συνοψίζοντας, ίσως είναι τυχερό και ιδανικό που η Luxman ανήκει πλέον στην IAG, η οποία κατέχει επίσης την Quad. Ήταν τότε, όταν ο ιδρυτής της Quad, ο αείμνηστος Peter Walker, καθόρισε το ρόλο ενός τέλειου ενισχυτή ισχύος ως "έναν ευθύ καλώδιο με κέρδος", που ούτε αφαιρεί από το σήμα που ενισχύει ούτε προσθέτει σε αυτό. Δεν έχω ακόμα συναντήσει έναν ενισχυτή που να φτάνει αυτό το ιδανικό σε κάθε πτυχή, αλλά από τον μήνα που πέρασε στο σύστημά μου, πιστεύω ότι το Luxman M-10X πλησιάζει πολύ. Συνιστάται ανεπιφύλακτα.